ὑπεραστράπτει

ὑπεραστράπτει
ὑπέρ-ἀστράπτω
lighten
pres ind mp 2nd sg
ὑπέρ-ἀστράπτω
lighten
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεραστράπτω — ΜΑ αστράφτω πάρα πολύ δυνατά μσν. έχω ισχυρότερη λάμψη από κάτι, επισκιάζω κάτι («τῇ αἴγλῃ τῶν λίθων ὑπεραστράπτει τὸν ἥλιον», Προκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”